Joseph Conrad: Τα νιάτα (1898) Άγρα 1999, σελ.86,87
Ήπιε.
“Α τα παλιά τα χρόνια! Τα ωραία χρόνια! Τα νιάτα και η θάλασσα. Η αλκή και η θάλασσα! Η καλή, η ακατάβλητη θάλασσα, η αρμυρή πικροθάλασσα, που σου ψιθύριζε και σου βρυχιόταν και σου ‘κοβε την ανάσα”.
Ήπιε πάλι.
“Κι ωστόσο μπορεί να ‘ναι μόνο η θάλασσα – ή μόνο τα νιάτα. Ποιος ξέρει…Πείτε μου εσείς – όλοι κερδίσατε κάτι από τη ζωή – λεφτά, αγάπη – ό,τι μπορεί να πάρει κανείς στη στεριά. Πείτε μου όμως, δεν ήταν τα καλύτερά σας χρόνια, τότε που ήσασταν νέοι στη θάλασσα; όταν ήσασταν νέοι και δεν είχατε τίποτα, στη θάλασσα, που δεν δίνει τίποτα πέρα από συμφορές – και κάποτε την ευκαιρία να νιώσεις τη δική σου δύναμη – αυτή μόνο – αυτό δεν το νοσταλγείτε;
Και όλοι κουνήσαμε το κεφάλι. Ο διευθυντής, ο λογιστής, ο νομικός, όλοι κουνήσαμε το κεφάλι πάνω απ’ το στιλπνό τραπέζι, που καθρέφτιζε, σαν σκοτεινό ακίνητο νερό, τα ρυτιδωμένα μας πρόσωπα, με τα σημάδια του μόχθου, της χίμαιρας, της επιτυχίας, του πάθους – τα κουρασμένα μας μάτια, που γυρεύουν ακόμη, γυρεύουν πάντα, ανήσυχα, κάτι απ’ τη ζωή – κι ενώ το περιμένουν, αυτό έχει ήδη πετάξει – χάθηκε – σαν σπίθα – μαζί με τα νιάτα, τη δύναμη, και τις ρομαντικές ψευδαισθήσεις.